αγιωτικά

αγιωτικά
τα
βλ. αγιωτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγιωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγίους και γενικότερα στη θρησκεία 2. ευσεβής, ενάρετος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αγιωτικά α) οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία β) θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • αγιωτικός — ή, ό αγιασμένος· το ουδ. στον πληθ., τα αγιωτικά περιληπτική ονομασία κάθε αντικειμένου σχετικού με τη λατρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”